(βοά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δύιος — δύϊος, α, ον και δυερός, ά, όν (Α) ο δυστυχισμένος … Dictionary of Greek
δυίαν — δυίᾱν , δύιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)